- γκρούμ
- ο , τό ακλ. грум, мальчик-лакей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκρουμ — ο νεαρός υπηρέτης με στολή σε ξενοδοχεία, καταστήματα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) groom «ιπποκόμος»] … Dictionary of Greek
πέιτζ — ο άκλ. (σε ξενοδοχείο) νεαρός ακόλουθος, γκρουμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. page < ιταλ. paggio πιθ. < παιδίον < παῖς] … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek